- επιλίγδην
- ἐπιλίγδην (Α)επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλίγδην — grazing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)